- συμπεριλαμβάνω
- ΝΜΑ [περιλαμβάνω]περιλαμβάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο, περιέχω συγχρόνως (α. «στην τιμή δεν συμπεριλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας» β. «ἡ τοῡ παντὸς περίοδος, ἐπειδὴ συμπεριέλαβε τὰ γένη», Πλάτ.)αρχ.1. έχω μέσα μου συγχρόνως, περικλείω μαζί («πολλὴν ἀναθυμίασιν συμπεριλαμβάνειν», Αριστοτ.)2. συλλέγω, μαζεύω («τὸ τοῡ ἱματίου περικεχυμένον συμπεριλαμβάνειν», Σωρ.)3. αναφέρω συγχρόνως («ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι», Αριστοτ.)4. αγκαλιάζω («ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε»)5. μέσ. συμπεριλαμβάνομαιλαμβάνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.